Εγώ κοιμούμαι κι η καρδιά μου ξαγρυπνά.
Φωνή του αγαπημένου· χτυπά την πόρτα.
-«άνοιξε, αδερφή μου, ταίρι μου,
περιστέρα μου, πανέμνοστή μου,
τι το κεφάλι μου το νότισε η δροσιά
και τους βοστρύχους μου τ᾽ αγιάζι της νυχτός».
-«Γδύθηκα το χιτώνα μου, πώς να τον φορέσω;
Ένιψα τα πόδια μου, πώς να τα λερώσω;»
Έσυρε το χέρι του ο αγαπημένος στης κλειδωνιάς το μάτι
και θροήθηκαν τα σπλάχνα μου γι᾽ αυτόν.
Σηκώθηκα ν᾽ ανοίξω στον αγαπημένο μου·
έσταξε σμύρνα από τα χέρια μου,
τα δάχτυλά μου γέμισαν σμύρνα
σαν άγγιξα το μάνταλο της κλειδωνιάς.
Άνοιξα στον αγαπημένο μου·
ο αγαπημένος είχε περάσει·
βγήκε η ψυχή μου ακολουθώντας τον·
τονε ζήτησα και δεν τον βρήκα,
τονε φώναξα, δε μ᾽ άκουσε.
Μ᾽ ήβραν οι φύλακες
που τριγυρνούν στην πολιτεία,
με χτύπησαν, με πλήγωσαν,
πήραν τη μαντίλα μου από πάνω μου
αυτοί που φυλάγουν τα τείχη.
Σας εξορκίζω, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ,
στις δύναμες και στις ορμές του αγρού
αν βρείτε τον αγαπημένο μου τι θα του πείτε;
Πως είμαι λαβωμένη της αγάπης.